Η νόσος von Willebrand είναι η συχνότερη κληρονομούμενη διαταραχή της αιμόστασης και είναι αποτέλεσμα της ανεπάρκειας του παράγοντα πήξης von Willebrand. Το νόσημα πρωτοπεριγράφηκε το 1926 από τον Erik von Willebrand, ο οποίος διέκρινε τη νόσο από την τότε γνωστή αιμορροφιλία και τη ονόμασε “κληρονομούμενη ψευδοαιμορροφιλία” – αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα εμφάνισης της και στα δύο φύλα, σε αντίθεση με την κλασσική αιμορροφιλία. Ο υπεύθυνος παράγοντας για την εκδήλωση της νόσου αναγνωρίστηκε πολλά χρόνια αργότερα.
Ο παράγοντας von Willebrand (vWF) συνδέεται με το κολλαγόνο σε σημεία τραυματισμού του αγγειακού ενδοθηλίου και μεσολαβεί στην προσκόλληση και συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Επιπλέον λειτουργεί ως πρωτεΐνη φορέας του παράγοντα VIII, ενώ εμπλέκεται και σε άλλες διαδικασίες, όπως η φλεγμονή και η αγγειογένεση.
Η νόσος κληρονομείται με τον αυτοσωματικό τύπο κληρονομικότητας – κυρίαρχο ή υπολειπόμενο, ανάλογα με τον τύπο αυτής.
Διάγνωση
Η υπόνοια της διάγνωσης στηρίζεται στο ατομικό και οικογενειακό ιστορικό αιμορραγικών εκδηλώσεων και στην ανεύρεση παρατεταμένου χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης, ενώ επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση παθολογικών επιπέδων von Willebrand (με ή χωρίς συνοδά παθολογικά επίπεδα παράγοντα VIII, ανάλογα με τον τύπο του νοσήματος).
Τα επίπεδα vWF αναφέρονται στο αντιγόνο (vWF:Ag) και στη δραστικότητα του παράγοντα (vWF activity). Τα επίπεδα vWF μεταβάλλονται σε σχέση με ποικίλες παραμέτρους, όπως αιμορραγία, τραύμα, stress επίπεδα ορμονών, αλλά και την ηλικία. Έτσι, η διάγνωση μίας ήπιας μορφής ενδέχεται να αναθεωρηθεί σε ομαλοποίηση των εργαστηριακών ευρημάτων με την πάροδο των χρόνων.
Διακρίνονται τρεις κύριοι τύποι της νόσου:
- Τύπος 1: ποσοτική ανεπάρκεια vWF (επίπεδα vWF < 0.30 IU/ml ανεξαρτήτως αιμορραγικού φαινοτύπου ή επίπεδα vWF < 0.50 IU/ml σε παρουσία αιμορραγικών εκδηλώσεων)
- Τύπος 2: ποιοτική ανεπάρκεια vWF (λόγος vWF activity/ vWF:Ag < 0.7)
- Τύπος 3: ολική ανεπάρκεια vWF (ανύπαρκτα επίπεδα vWF και FVIII <10%)
Στη νόσο VWF τύπου 2 διακρίνονται οι περαιτέρω υποκατηγορίες 2Α, 2Β, 2Ν, 2Μ, για τη διάκριση των οποίων απαιτούνται ειδικές δοκιμασίες και/ή γονιδιακός έλεγχος.
Σημεία και συμπτώματα
Τα αιμορραγικά επεισόδια αφορούν κατά κύριο λόγο σε βλεννογόνους και, σπανιότερα, σε αρθρώσεις ή μυς. Οι ασθενείς εμφανίζουν συχνότερα εκχυμώσεις, ρινορραγία, ουλορραγία, μηνορραγία ή παρατεταμένη αιμορραγία μετά τραυματισμούς, οδοντιατρικές και χειρουργικές επεμβάσεις.
Η ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων καθορίζεται από τη βαρύτητα της νόσου, ενώ ο αιμορραγικός φαινότυπος ποικίλλει από ηπιότατος έως σοβαρός.
Θεραπεία
Η θεραπεία αφορά στην αντιμετώπιση των αιμορραγικών επεισοδίων με χορήγηση αντι-ινωδολυτικών φαρμάκων, δεσμοπρεσσίνης ή/και συμπυκνώματος vWF.
Η δεσμοπρεσσσίνη αντενδείκνυται σε ηλικία <2 ετών και τύπο 2Β, ενώ δεν έχει αποτέλεσμα σε νόσο vWF τύπου 3.
Προφυλακτική αγωγή με vWF συστήνεται σπάνια, επί σοβαρού αιμορραγικού φαινοτύπου.

